-
1 облегчение
облегчение с η ελάφρυνση η ανακούφιση· почувствовать, испытать \облегчение αισθάνομαι ανακούφιση* * *сη ελάφρυνση; η ανακούφισηпочу́вствовать, испыта́ть облегче́ние — αισθάνομαι ανακούφιση
См. также в других словарях:
κουφίζω — (I) [κουφός] είμαι λίγο κουφός, βαριακούω. (II) κουφίζω (AM) [κουφός (Ι)] 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω, εγείρω (α. «ἀσπίδ ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων», Ευρ. β. «ἥ τε τοῡ πτεροῡ φύσις, ᾧ ψυχή κουφίζεται», Πλάτ.) 2. παρέχω ανακούφιση, ξελαφρώνω, ελαφρύνω,… … Dictionary of Greek
ανακουφίζω — (Α ἀνακουφίζω) 1. λιγοστεύω το βάρος κάποιου πράγματος, ελαφρώνω, ξαλαφρώνω 2. σηκώνω, ανασηκώνω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. ελαφρώνω κάποιον από τα βάρη του, τις υποχρεώσεις ή τις οικονομικές δυσχέρειες, συντρέχω, βοηθώ, ενισχύω 2. απαλλάσσω κάποιον… … Dictionary of Greek
ευαρεστώ — (ΑΜ εὐαρεστῶ, έω) [ευάρεστος] 1. είμαι ευάρεστος, προκαλώ ευαρέσκεια, ευχαριστώ, ικανοποιώ κάποιον 2. (μέσ. και παθ.) ευαρεστούμαι είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, δοκιμάζω ευχαρίστηση νεοελλ. μέσ. ευαρεστούμαι (για αιτήσεις, αναφορές ή σε… … Dictionary of Greek